- καραβοειδής
- καραβοειδής, -ές (Α)αυτός που μοιάζει με κάραβο* («τελευτᾷ δὲ τοῡτο τοῑς μὲν καραβοειδέσι καὶ καρίσι κάτ' εὐθυωρίαν πρὸς τὴν οὐράν», Αριστοτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < κάραβος + -ειδής (< εἶδος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καραβοειδῆ — καραβοειδής of the neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) καραβοειδής of the masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) καραβοειδής of the masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καραβοειδέσι — καραβοειδής of the masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καραβοειδῶν — καραβοειδής of the masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάραβος — Γένος εντόμων της μεγάλης οικογένειας των καραβιδών, της τάξης των κολεοπτέρων. Η οικογένεια αυτή είναι τόσο πλούσια σε είδη (πάνω από 20.000) ώστε μερικοί ζωολόγοι τη χωρίζουν σε διάφορες οικογένειες, που υποδιαιρούνται αντίστοιχα σε… … Dictionary of Greek
καραβώδης — καραβώδης, ώδες (Α) [κάραβος] καραβοειδής, όμοιος με κάραβο … Dictionary of Greek
έντομα — Ζώα ασπόνδυλα που αποτελούν ομοταξία των αρθροπόδων. Περίπου από το ένα εκατομμύριο ζωικών ειδών, που είναι σήμερα γνωστά και έχουν ταξινομηθεί, γύρω στα 750.000 είναι έ., από τα οποία τα 300.000 είναι κολεόπτερα και τα 150.000 λεπιδόπτερα. Το… … Dictionary of Greek